galligaskins - ορισμός. Τι είναι το galligaskins
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι galligaskins - ορισμός

HISTORICAL MEN'S CLOTHING FOR THE LEGS AND LOWER BODY
Slops; Galligaskins; Trunk hose; Cannions; Dutch slops; Pluderhosen; Trunkhose; Pluderhose; Pansied slops; Hosen (clothing); Paned hose; Paned hosen
  • Florentine particolored hose, c. 1470

Galligaskins         
·noun ·pl Loose hose or breeches; leather leg quards. The word is used loosely and often in a jocose sense.
galligaskins         
[?gal?'gask?nz]
¦ plural noun historical breeches, trousers, or gaiters.
Origin
C16: perh. an alt. (influenced by galley and Gascon) of obs. Fr. gargesque, from Ital. grechesca, feminine of grechesco 'Greek'.
Hose (clothing)         
Hose are any of various styles of men's clothing for the legs and lower body, worn from the Middle Ages through the 17th century, when the style fell out of use in favour of breeches and stockings. The old plural form of "hose" was "hosen".

Βικιπαίδεια

Hose (clothing)

Hose are any of various styles of men's clothing for the legs and lower body, worn from the Middle Ages through the 17th century, when the style fell out of use in favour of breeches and stockings. The old plural form of "hose" was "hosen". In German these terms (Hose, singular, and Hosen, plural) remained in use and are the generic terms for trousers today. The French equivalent was chausses.